- φθαρτικως
- φθαρτικῶςразрушающим образом, уничтожающе Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φθαρτικώς — φθαρτικώς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν βλ. φθαρτικός … Dictionary of Greek
φθαρτικῶς — φθαρτικός destructive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικός — ή, ό / φθαρτικός, ή, όν, ΝΑ βλαβερός, ολέθριος νεοελλ. ιατρ. φθαρτογενής. επίρρ... φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. τικός) … Dictionary of Greek